- ἱππήλατον
- ἱππήλατοςfit for horsemanshipmasc/fem acc sgἱππήλατοςfit for horsemanshipneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
ADRASTUS — I. ADRASTUS Gorgii fil. dum Athim Croesi filium suae fidei creditum, in venatione, aprilocô percussisset, selsuper eiusdem tumulum confodit. Herodot. l. 1. II. ADRASTUS Percosii fil. de quo vide in dictione Percosius. III. ADRASTUS Philosophus,… … Hofmann J. Lexicon universale